Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to woo
01
ερωτοτροπώ, επιζητώ την εύνοια κάποιου
seek someone's favor
Παραδείγματα
The candidate tried to woo undecided voters.
He worked hard to woo investors for the project.
02
ερωτοτροπώ, γοητεύω
to try to make someone love one, especially for marriage
Παραδείγματα
He tried to woo her with flowers and heartfelt letters, hoping to win her heart.
Προσπάθησε να ερωτευτεί με λουλούδια και ειλικρινείς επιστολές, ελπίζοντας να κερδίσει την καρδιά της.
She was wooed by his sincerity and dedication to their relationship.
Της έκανε κούρσεμα η ειλικρίνεια και η αφοσίωσή του στη σχέση τους.
woo
01
Ναι!, Ζήτω!
used to express joy, excitement, or celebration
Παραδείγματα
Woo! We finally finished the project.
Ουάου! Τελειώσαμε επιτέλους το έργο.
She won the raffle — woo!
Κέρδισε το λάχειο—ζήτω!
Λεξικό Δέντρο
wooer
wooing
woo



























