Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wonky
01
στραβός, λανθασμένα ευθυγραμμισμένος
not straight or aligned properly, often appearing crooked
Παραδείγματα
The wonky picture frame hung crookedly on the wall, askew and unbalanced.
Ο στραβός κορνιζόντας κρεμόταν στραβά στον τοίχο, άκρως και ανισόρροπα.
The wonky wheel on the shopping cart made it difficult to maneuver through the store.
Ο στραβός τροχός στο καλάθι αγορών έκανε δύσκολη την κίνηση μέσα στο κατάστημα.
02
ταλαντευόμενος, ασταθής
inclined to shake as from weakness or defect
Λεξικό Δέντρο
wonky
wonk



























