Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wild-eyed
01
με τρελά μάτια, με χαμένο βλέμμα
describing a person who looks frightened or crazy due to their unfocused gaze
Παραδείγματα
The wild‑eyed horse bolted from the stable.
Το άλογο με τα άγρια μάτια ξέφυγε από το στάβλο.
She looked wild‑eyed after hearing the shocking news.
Φαινόταν αγριεμένη αφού άκουσε τα σοκαριστικά νέα.
02
με άγρια μάτια, με μη πρακτικές ιδέες
having ideas, plans, or views that are extreme, impractical, or unrealistic, often driven by idealism rather than practicality
Παραδείγματα
They dismissed his wild‑eyed scheme to colonize Mars within a year.
Απέρριψαν το τρελό σχέδιό του να αποικίσει τον Άρη μέσα σε ένα χρόνο.
She's full of wild‑eyed dreams about changing the world overnight.
Είναι γεμάτη απραγματοποίητα όνειρα για την αλλαγή του κόσμου σε μια νύχτα.



























