Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wide-ranging
01
ευρύς, εκτενής
including much
02
ευρύς, εκτενής
including or addressing a variety of topics, issues, or subjects
Παραδείγματα
The book offers a wide-ranging exploration of world history, spanning several centuries.
Το βιβλίο προσφέρει μια ευρεία εξερεύνηση της παγκόσμιας ιστορίας, που καλύπτει πολλούς αιώνες.
Her interests are wide-ranging, including art, science, literature, and music.
Τα ενδιαφέροντά της είναι ευρεία, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης, της επιστήμης, της λογοτεχνίας και της μουσικής.



























