LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
White-collar
/wˈaɪtkˈɒlə/
/wˈaɪtkˈɑːlɚ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "white-collar"
white-collar
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
λευκό κολάρο
relating to jobs or workers who perform professional, managerial, or administrative tasks, typically in office settings
blue-collar
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App