Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whistle-blower
/wˈɪsəlblˈoʊɚ/
/wˈɪsəlblˈəʊə/
Whistle-blower
01
πληροφοριοδότης, αποκαλυπτής
an employee or former employee who reports wrongdoing or illegal activity within an organization
Παραδείγματα
The whistle-blower exposed the company's safety violations.
Ο πληροφοριοδότης αποκάλυψε τις παραβιάσεις ασφαλείας της εταιρείας.
She became a whistle-blower after discovering financial fraud.
Έγινε πληροφοριοδότης αφού ανακάλυψε οικονομική απάτη.



























