Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wheedling
01
κολακεία, μαγεύω
the act of persuading someone by using flattery, charm, or gentle teasing
Παραδείγματα
No amount of wheedling could convince him to change his mind.
Καμία κολακεία δεν μπόρεσε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.
She used wheedling to get her brother to share his dessert.
Χρησιμοποίησε κολακεία για να πείσει τον αδερφό της να μοιραστεί το επιδόρπιό του.
Λεξικό Δέντρο
wheedling
wheedle



























