Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weirdly
01
παράξενα, απρόσμενα
in a manner that is strange or unexpected
Παραδείγματα
The doorbell rang weirdly, producing an unusual electronic melody.
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε παράξενα, παράγοντας μια ασυνήθιστη ηλεκτρονική μελωδία.
The cat stared at the empty corner of the room weirdly, as if seeing something invisible.
Η γάτα κοιτούσε παράξενα την άδεια γωνία του δωματίου, σαν να έβλεπε κάτι αόρατο.
Λεξικό Δέντρο
weirdly
weird



























