Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to weed out
01
αποκλείω, φιλτράρω
to identify and remove undesirable or unnecessary elements from a group, collection, or system
Παραδείγματα
The hiring process is designed to weed out unqualified candidates before the interview stage.
Η διαδικασία πρόσληψης έχει σχεδιαστεί για να αποκλείει μη καταλλήλους υποψηφίους πριν από το στάδιο της συνέντευξης.
The editor worked to weed out errors and inconsistencies in the manuscript.
Ο επιμελητής εργάστηκε για να απομακρύνει τα λάθη και τις ασυνέπειες στο χειρόγραφο.



























