Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weather-worn
01
καταστραμμένο από τον καιρό, αλλαγμένο από το χρόνο
eroded, altered, or deteriorated due to prolonged exposure to the weather
Παραδείγματα
The weather-worn gravestone ’s inscriptions were barely visible after years of exposure.
Οι επιγραφές στον κατεστραμμένο από τον καιρό ταφόπετρα ήταν μόλις ορατές μετά από χρόνια έκθεσης.
The old fence was weather-worn, with the wood splintered and faded by sun and rain.
Το παλιό φράχτη ήταν φθαρμένο από τον καιρό, με το ξύλο να έχει σχισθεί και να έχει ξεθωριάσει από τον ήλιο και τη βροχή.



























