Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
weakened
01
αποδυναμωμένος, μειωμένος
impaired by diminution
02
αποδυναμωμένος, κατεστραμμένος
damaged; used of inanimate objects or their value
Παραδείγματα
The weakened enthusiasm for the project was evident as deadlines approached.
Ο εξασθενημένος ενθουσιασμός για το έργο ήταν εμφανής καθώς πλησίαζαν οι προθεσμίες.
The weakened connection between the two friends grew more distant with time.
Η εξασθενημένη σύνδεση μεταξύ των δύο φίλων έγινε πιο απομακρυσμένη με το χρόνο.
04
αποδυναμωμένος, αραιωμένος
mixed with water
Παραδείγματα
The weakened immune system made the patient more susceptible to infections.
Το εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα έκανε τον ασθενή πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις.
The bridge ’s weakened structure required immediate repair to prevent collapse.
Η αποδυναμωμένη δομή της γέφυρας απαιτούσε άμεση επισκευή για να αποφευχθεί η κατάρρευση.
Λεξικό Δέντρο
weakened
weaken



























