Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
waxy
01
ευεπηρέαστος, επηρεάσιμος
easily impressed or influenced
02
κερινός, καλυμμένος με κερί
made of or covered with wax
03
κηρώδης, σαν κερί
having a smooth, glossy, and somewhat slippery or greasy texture resembling wax
Παραδείγματα
The candle had a waxy surface that melted slowly and evenly.
Το κερί είχε μια κεριά επιφάνεια που έλιωνε αργά και ομοιόμορφα.
The cheese had a waxy texture, making it easy to slice for a sandwich.
Το τυρί είχε μια κηρώδη υφή, κάνοντας εύκολη την κοπή του για ένα σάντουιτς.
04
εύκαμπτος, καμπτός
capable of being bent or flexed or twisted without breaking
Λεξικό Δέντρο
waxiness
waxy
wax



























