Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wastefully
01
σπάταλα, αποκλειστικά
in a way that uses more resources, money, or materials than necessary
Παραδείγματα
They spent the company 's budget wastefully on unnecessary luxury items.
Ξόδεψαν τον προϋπολογισμό της εταιρείας σπάταλα σε μη απαραίτητα πολυτελή αντικείμενα.
The old heating system uses energy wastefully.
Το παλιό σύστημα θέρμανσης χρησιμοποιεί ενέργεια σπατάλα.
Λεξικό Δέντρο
wastefully
wasteful
waste



























