Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prodigally
01
σπατάλα, με σπατάλη
in a way that spends or uses resources, especially money, freely and recklessly
Παραδείγματα
He prodigally spent his inheritance on lavish parties.
Ξόδεψε ασύστολα την κληρονομιά του σε πολυτελή πάρτι.
The company prodigally invested in costly but unnecessary projects.
Η εταιρεία επένδυσε σπάταλα σε δαπανηρά αλλά περιττά έργα.
Λεξικό Δέντρο
prodigally
prodigal



























