Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wastebasket
01
κάδος απορριμμάτων, καλάθι χαρτιών
an object with an open top that is used for holding trash, particularly waste paper
Παραδείγματα
She tossed the crumpled paper into the wastebasket under her desk.
Έριξε το τσαλακωμένο χαρτί στο καλάθι αχρήστων κάτω από το γραφείο της.
The office cleaner emptied the wastebaskets every evening after business hours.
Ο καθαριστής του γραφείου άδειαζε τους κάδους απορριμμάτων κάθε βράδυ μετά τις ώρες εργασίας.



























