Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Washing-up
01
πλύσιμο πιάτων, καθάρισμα των πιάτων
the activity of washing the dishes, glasses, etc. particularly after a meal
Dialect
British
Παραδείγματα
After dinner, the washing-up took longer than expected because of the large number of plates and utensils.
Μετά το δείπνο, το πλύσιμο των πιάτων διήρκησε περισσότερο από ό,τι αναμέναμε λόγω του μεγάλου αριθμού πιάτων και σκευών.
She prefers to do the washing-up right away to prevent any stubborn stains from setting in.
Προτιμά να κάνει το πλύσιμο των πιάτων αμέσως για να αποτρέψει την εμφάνιση επίμονων λεκέδων.



























