Blocked
volume
British pronunciation/blˈɒkt/
American pronunciation/ˈbɫɑkt/

Ορισμός και Σημασία του "blocked"

01

closed to traffic

02

completely obstructed or closed off

word family

block

block

Verb

blocked

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store