Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blocked
01
μπλοκαρισμένος, κλειστός στην κυκλοφορία
closed to traffic
Παραδείγματα
The sink is blocked with food scraps.
Ο νεροχύτης είναι φραγμένος με υπολείμματα φαγητού.
A blocked road caused heavy traffic delays.
Ένας αποκλεισμένος δρόμος προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις στην κυκλοφορία.
03
(Irish) drunk or intoxicated
Παραδείγματα
He was completely blocked after the party.
Do n't let him drive, he's blocked.
Λεξικό Δέντρο
blocked
block



























