Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plugged
01
φραγμένο, τροποποιημένο με εισαγωγή
(of a coin) altered by the insertion of a plug of base metal
Παραδείγματα
The drain is plugged and needs to be cleared.
Ο αποχετευτικός σωλήνας είναι φραγμένος και χρειάζεται να καθαριστεί.
He spoke with a plugged nose due to his cold.
Μίλησε με μια φραγμένη μύτη λόγω του κρυολογήματός του.
Λεξικό Δέντρο
plugged
plug



























