plugged
plugged
pləgd
πλαγκντ
British pronunciation
/plˈʌɡd/

Ορισμός και σημασία του "plugged"στα αγγλικά

01

φραγμένο, τροποποιημένο με εισαγωγή

(of a coin) altered by the insertion of a plug of base metal
02

φραγμένος, αποκλεισμένος

blocked or sealed so that nothing can pass through
example
Παραδείγματα
The drain is plugged and needs to be cleared.
Ο αποχετευτικός σωλήνας είναι φραγμένος και χρειάζεται να καθαριστεί.
He spoke with a plugged nose due to his cold.
Μίλησε με μια φραγμένη μύτη λόγω του κρυολογήματός του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store