Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to walk off
01
φεύγω, απομακρύνομαι
to move away from a location or situation
Παραδείγματα
The employee walked off the stressful situation for a few minutes.
Ο εργαζόμενος απομακρύνθηκε από την αγχωτική κατάσταση για λίγα λεπτά.
The athlete walked off the field after the intense match.
Ο αθλητής βγήκε από το γήπεδο μετά το έντονο παιχνίδι.
02
περπατώ για να ανακουφίσω, κάνω περίπατο για να μετριάσω
to ease an illness or unpleasant feeling by going for a walk
Παραδείγματα
The patient walked off the post-surgery discomfort with short daily walks.
Ο ασθενής περπάτησε για να απαλλαγεί από τη δυσφορία μετά την εγχείρηση με μικρές καθημερινές βόλτες.
The doctor recommended walking the fatigue off for better well-being.
Ο γιατρός συνέστησε να περπατήσετε για να ξεφορτωθείτε την κούραση για καλύτερη ευεξία.



























