Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Waif
01
άστεγος, παραμελημένο παιδί
a person, often a child, who is homeless, neglected, or abandoned
Παραδείγματα
The charity organization provided shelter and support for waifs who had nowhere else to turn.
Ο φιλανθρωπικός οργανισμός παρείχε καταφύγιο και υποστήριξη σε παρατημένα παιδιά που δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε.
In Dickens ' novel, " Oliver Twist, " the protagonist begins as a waif, living in poverty and seeking a better life.
Στο μυθιστόρημα του Ντίκενς, "Ο Όλιβερ Τουίστ", ο πρωταγωνιστής ξεκινά ως παρατημένο παιδί, ζώντας στη φτώχεια και αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Λεξικό Δέντρο
waiflike
waif



























