Waif
volume
British pronunciation/wˈe‍ɪf/
American pronunciation/ˈweɪf/

Ορισμός και Σημασία του "waif"

01

a person, often a child, who is homeless, neglected, or abandoned

waif

n

waiflike

adj

waiflike

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store