Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
volcanic eruption
/vɑlˈkænɪk ɪˈrʌpʃən/
/vɒlˈkænɪk ɪˈrʌpʃən/
Volcanic eruption
01
ηφαιστειακή έκρηξη, έκρηξη ηφαιστείου
the sudden release of lava, gases, and ash from a volcano
Παραδείγματα
The volcanic eruption sent ash clouds high into the sky.
Η ηφαιστειακή έκρηξη έστειλε σύννεφα τέφρας ψηλά στον ουρανό.
A massive volcanic eruption devastated the nearby villages.
Μια μαζική ηφαιστειακή έκρηξη κατέστρεψε τα γύρω χωριά.



























