Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vogue
01
μόδα, vogue
the latest fashion trend or style of the time
Παραδείγματα
The new clothing line quickly became the vogue among fashion enthusiasts.
Η νέα σειρά ρούχων έγινε γρήγορα η μόδα μεταξύ των λάτρων της μόδας.
High-waisted jeans are currently all the vogue in the fashion industry.
Τα τζιν ψηλής μέσης είναι αυτή τη στιγμή της μόδας στη βιομηχανία μόδας.
02
μόδα, επικράτηση
a prevailing state of widespread acceptance and utilization
Παραδείγματα
The minimalist design approach is currently in vogue among modern architects.
Η μινιμαλιστική προσέγγιση σχεδιασμού είναι αυτή τη στιγμή στη μόδα μεταξύ των σύγχρονων αρχιτεκτόνων.
Recycling and eco-friendly practices have become the vogue in today's society.
Η ανακύκλωση και οι φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές έχουν γίνει η μόδα στη σημερινή κοινωνία.
03
ένα στυλ χορού που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές πόζες και ρευστές κινήσεις του σώματος εμπνευσμένες από μοντέλα μόδας στη διάδρομο, η βόγκ
a dance style characterized by exaggerated poses and fluid body movements inspired by fashion models on the runway
Παραδείγματα
The dancers wowed the audience with their impressive vogue routines at the competition.
Οι χορευτές εντυπωσίασαν το κοινό με τις εντυπωσιακές ρουτίνες vogue τους στον διαγωνισμό.
He spent hours perfecting his vogue moves to prepare for the ballroom event.
Πέρασε ώρες τελειοποιώντας τις κινήσεις voguing του για να προετοιμαστεί για την εκδήλωση χορού αίθουσας.
Λεξικό Δέντρο
voguish
vogue



























