Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vociferous
01
θορυβώδης, έντονος
expressing feelings or opinions, loudly and forcefully
Παραδείγματα
The opposition party voiced vociferous complaints about the new tax policy during the legislative session.
Το αντιπολιτευόμενο κόμμα εξέφρασε θορυβώδεις καταγγελίες για τη νέα φορολογική πολιτική κατά τη διάρκεια της νομοθετικής συνεδρίασης.
Reporters described the rallies as vociferous displays where the crowd vigorously chanted slogans for hours.
Οι δημοσιογράφοι περιέγραψαν τις συγκεντρώσεις ως θορυβώδεις επιδείξεις όπου το πλήθος φώναζε συνθήματα με ενέργεια για ώρες.
Λεξικό Δέντρο
vociferously
vociferous



























