Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to vociferate
01
ξεφυλλίζω, χάνω τα φύλλα
(of plants and shrubs) shedding foliage at the end of the growing season
02
φωνάζω, μιλώ δυνατά
to shout or speak loudly
Παραδείγματα
The actor vociferated his lines on stage, hoping to convey the emotions of his character to the audience.
Ο ηθοποιός φώναξε τις ατάκες του στη σκηνή, ελπίζοντας να μεταδώσει τα συναισθήματα του χαρακτήρα του στο κοινό.
The angry crowd vociferated in disapproval because of the government's decision to raise taxes.
Ο θυμωμένος όχλος φώναζε δυσαρέσκεια λόγω της απόφασης της κυβέρνησης να αυξήσει τους φόρους.
Λεξικό Δέντρο
vociferation
vociferator
vociferate
vocifer



























