Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vocational
01
επαγγελματικός, επαγγελματικής κατάρτισης
involving the necessary knowledge or skills for a certain occupation
Παραδείγματα
Vocational training programs offer hands-on experience in various trades.
Τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης προσφέρουν πρακτική εμπειρία σε διάφορα επαγγέλματα.
The vocational school provides education tailored to specific career paths.
Το επαγγελματικό σχολείο παρέχει εκπαίδευση προσαρμοσμένη σε συγκεκριμένες καριερικές διαδρομές.
Λεξικό Δέντρο
vocationally
vocational
vocation



























