Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vocally
01
φωνητικά, δυνατά
regarding the use of the voice, especially when speaking or singing
Παραδείγματα
She expressed her opinions vocally during the meeting.
Εξέφρασε τις απόψεις της προφορικά κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
The debate participants expressed their arguments vocally, engaging in a verbal exchange.
Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση εξέφρασαν τα επιχειρήματά τους προφορικά, εμπλεκόμενοι σε μια λεκτική ανταλλαγή.
Λεξικό Δέντρο
vocally
vocal
voice



























