Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to vocalise
01
φωνηεντίζω, προφέρω ως φωνήεν
pronounce as a vowel
02
εκφράζω, δηλώνω
to express or state something clearly and explicitly
Παραδείγματα
She needed to vocalise her concerns during the meeting to ensure they were addressed.
Χρειαζόταν να εκφράσει τις ανησυχίες της κατά τη διάρκεια της συνάντησης για να διασφαλιστεί ότι θα αντιμετωπιστούν.
The manager encouraged employees to vocalise their opinions about the new policy.
Ο διαχειριστής ενθάρρυνε τους υπαλλήλους να εκφράσουν τις απόψεις τους για τη νέα πολιτική.
03
φωνάζω, εκφέρω με δονήσεις των φωνητικών χορδών
utter with vibrating vocal chords
04
φωνητικοποιώ, εκπέμπω φωνητικούς ήχους
utter speech sounds
05
φωνάζω
sing (each note a scale or in a melody) with the same vowel
Λεξικό Δέντρο
subvocalise
vocalise
vocal
voice



























