Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vixen
01
αλεπού, θηλυκή αλεπού
the female of the fox species
Παραδείγματα
The vixen stealthily roamed the forest, her fiery coat blending with the autumn leaves.
Η αλεπού περιφερόταν κρυφά στο δάσος, το φλογερό της τρίχωμα να αναμειγνύεται με τα φθινοπωρινά φύλλα.
In folklore, the cunning vixen often outwits hunters and other animals.
Στο λαϊκό παραμύθι, η πονηρή αλεπού συχνά ξεπερνά τους κυνηγούς και άλλα ζώα.
02
μία κακιά γυναίκα, μία εκδικητική γυναίκα
a woman who exhibits a malicious or vindictive nature
Παραδείγματα
The office gossip was known as a vixen, spreading rumors and causing discord.
Οι φήμες του γραφείου ήταν γνωστές ως μια αλεπού, που διαδίδει φήμες και προκαλεί διχόνοια.
Her colleagues feared the boss ’s wrath; she was a true vixen when displeased.
Οι συνάδελφοί της φοβόντουσαν την οργή του αφεντικού· ήταν μια πραγματική στρίγλα όταν ήταν δυσαρεστημένη.
Λεξικό Δέντρο
vixenish
vixen



























