Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vlogger
01
vlogger, βιντεομπλόγκερ
a person who regularly updates a blog or a social media account by short videos
Παραδείγματα
My favorite vlogger just posted a new travel video, and I ca n't wait to watch it.
Ο αγαπημένος μου vlogger μόλις δημοσίευσε ένα νέο βίντεο ταξιδιού και ανυπομονώ να το δω.
The vlogger uploaded a behind-the-scenes look at her latest project.
Ο vlogger ανέβασε μια ματιά πίσω από τις σκηνές του τελευταίου του έργου.
Λεξικό Δέντρο
vlogger
vlog



























