vlogging
v
ˈvi:
βη
lo
λο
gging
gɪng
γκινγκ
British pronunciation
/vˈiːlˈɒɡɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "vlogging"στα αγγλικά

01

vlogging, δημιουργία vlog

the act of updating a blog or a social media account by short videos on a regular basis
example
Παραδείγματα
Vlogging has become a fun way for him to share his cooking experiments with his friends.
Το vlogging έχει γίνει ένας διασκεδαστικός τρόπος για αυτόν να μοιράζεται τα πειράματά του στη μαγειρική με τους φίλους του.
She loves vlogging because it lets her document her travels and share them with friends.
Αγαπά το vlogging γιατί της επιτρέπει να καταγράφει τα ταξίδια της και να τα μοιράζεται με τους φίλους της.

Λεξικό Δέντρο

vlogging
vlog
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store