Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vlogging
01
vlogging, δημιουργία vlog
the act of updating a blog or a social media account by short videos on a regular basis
Παραδείγματα
Vlogging has become a fun way for him to share his cooking experiments with his friends.
Το vlogging έχει γίνει ένας διασκεδαστικός τρόπος για αυτόν να μοιράζεται τα πειράματά του στη μαγειρική με τους φίλους του.
She loves vlogging because it lets her document her travels and share them with friends.
Αγαπά το vlogging γιατί της επιτρέπει να καταγράφει τα ταξίδια της και να τα μοιράζεται με τους φίλους της.
Λεξικό Δέντρο
vlogging
vlog



























