Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vestige
01
ίχνος, απομεινάρι
a minor remaining part or trace of something that is no longer present in full
Παραδείγματα
Archaeologists studied the vestiges of pottery and tools to learn about ancient civilizations.
Οι αρχαιολόγοι μελέτησαν τα ίχνη κεραμικών και εργαλείων για να μάθουν για τους αρχαίους πολιτισμούς.
Rural dialects preserve vestiges of vocabulary no longer used in modern standard forms of the language.
Οι αγροτικές διάλεκτοι διατηρούν ίχνη λεξιλογίου που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στις σύγχρονες τυποποιημένες μορφές της γλώσσας.
Λεξικό Δέντρο
vestigial
vestige



























