Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
venturesome
01
τολμηρός, περιπετειώδης
willing to take risks or engage in adventurous activities
Παραδείγματα
His venturesome nature led him to participate in extreme sports like skydiving, rock climbing, and white-water rafting.
Η περιπετειώδης φύση του τον οδήγησε να συμμετάσχει σε ακραία αθλήματα όπως το αλεξίπτωτο, την αναρρίχηση σε βράχους και την ράφτινγκ σε ορμητικά νερά.
The venturesome young couple decided to travel the world with just a backpack and a limited budget.
Το τολμηρό νεαρό ζευγάρι αποφάσισε να ταξιδέψει τον κόσμο με μόνο ένα σακίδιο και ένα περιορισμένο budget.
Λεξικό Δέντρο
venturesomeness
venturesome



























