Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vauntingly
01
επιδεικτικά, με καύχημα
in a manner that boasts or brags about one’s achievements or qualities
Παραδείγματα
He vauntingly claimed that his team was unbeatable.
Καυχησιάρικα ισχυρίστηκε ότι η ομάδα του ήταν αήττητη.
They vauntingly shared their luxurious vacation photos on social media.
Μοιράστηκαν επιδεικτικά τις πολυτελείς φωτογραφίες των διακοπών τους στα κοινωνικά δίκτυα.



























