Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vaulter
01
αθλητής άλματος επί κοντώ, κοντάρης
an athlete who competes in pole vaulting, a track and field event where participants use a long, flexible pole to vault over a high bar
Παραδείγματα
The vaulter cleared the bar with a smooth pole vault technique.
Ο αθλητής του άλματος επί κοντώ πέρασε τον πήχη με μια ομαλή τεχνική άλματος επί κοντώ.
She practiced her approach and plant phase to improve as a vaulter.
Εξασκήθηκε στην προσέγγισή της και στη φάση φύτευσης για να βελτιωθεί ως αθλήτρια του άλματος με επί κοντώ.
Λεξικό Δέντρο
vaulter
vault



























