Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vaulted
01
θολωτός, σε σχήμα αψίδας
(of a roof) built in form of a arch or several arches joined together
Λεξικό Δέντρο
vaulted
vault
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θολωτός, σε σχήμα αψίδας
Λεξικό Δέντρο