LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Validatory
/vˈalɪdətəɹˌi/
/vˈælɪdətˌoːɹi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "validatory"
validatory
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
serving to support or corroborate
word family
valid
valid
Adjective
validate
Verb
validatory
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
validation
validating
validated
validate
valid
validity
validly
validness
valine
valise
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App