Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vacationer
01
διακοπάρης, τουρίστας
a person who is on vacation or holiday, typically traveling away from home for leisure or relaxation
Dialect
American
Παραδείγματα
The beach was crowded with vacationers enjoying the sunny weather.
Η παραλία ήταν γεμάτη με διακοπιαστές που απολάμβαναν τον ηλιόλουστο καιρό.
As vacationers, they spent their days exploring the city's historic sites.
Ως διακοπιαστές, πέρασαν τις μέρες τους εξερευνώντας τα ιστορικά μνημεία της πόλης.
Λεξικό Δέντρο
vacationer
vacation



























