Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vacantly
Παραδείγματα
She stared vacantly at the wall, lost in thought.
Κοίταζε αφηρημένα τον τοίχο, χαμένη στις σκέψεις της.
He vacantly followed the conversation, not really listening.
Κενά, ακολουθούσε τη συζήτηση, χωρίς να ακούει πραγματικά.
Λεξικό Δέντρο
vacantly
vacant
vacate



























