Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
utterly
01
εντελώς, ολοκληρωτικά
to the fullest degree or extent, used for emphasis
Παραδείγματα
The failure of the experiment left the scientists utterly perplexed.
Η αποτυχία του πειράματος άφησε τους επιστήμονες εντελώς σαστισμένους.
The room was utterly silent as everyone awaited the announcement.
Το δωμάτιο ήταν εντελώς σιωπηλό καθώς όλοι περίμεναν την ανακοίνωση.
Λεξικό Δέντρο
utterly
utter



























