Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
upwards
01
προς τα πάνω, επάνω
in a direction to a higher place, position, or level
Παραδείγματα
The helicopter flew upwards into the clear blue sky.
Το ελικόπτερο πέταξε προς τα πάνω στον καθαρό γαλάζιο ουρανό.
Property prices have been rising upwards for the past year.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί προς τα πάνω τον τελευταίο χρόνο.
03
αργότερα, ύστερα
to a later time



























