Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uplifting
01
ανυψωτικός, ενθαρρυντικός
making someone feel happier, more hopeful, or more positive
Παραδείγματα
The movie had an uplifting message about friendship and perseverance.
Η ταινία είχε ένα ανυψωτικό μήνυμα για τη φιλία και την επιμονή.
She gave an uplifting speech that inspired everyone in the room.
Έκανε μια ανυψωτική ομιλία που ενέπνευσε όλους στο δωμάτιο.
Uplifting
01
ανύψωση, άνοδος
the rise of something
Λεξικό Δέντρο
uplifting
uplift
lift



























