Unpaid worker
volume
British pronunciation/ʌnpˈeɪd wˈɜːkə/
American pronunciation/ʌnpˈeɪd wˈɜːkɚ/

Ορισμός και Σημασία του "unpaid worker"

01

a person who performs voluntary work

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store