LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unpainted
/ʌnpˈeɪntɪd/
/ənˈpeɪntɪd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "unpainted"
unpainted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not having a coat of paint or badly in need of a fresh coat
painted
02
not having makeup on
painted
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unpaintable
unpainful
unpaid worker
unpaid
unpackaged
unpaired
unpalatability
unpalatable
unpalatableness
unpalatably
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App