Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unmeasured
01
αμέτρητος, απεριόριστος
lacking defined limits in extent, size, or quantity
Παραδείγματα
The enthusiasm of the volunteers was unmeasured, driving the success of the community event.
Ο ενθουσιασμός των εθελοντών ήταν αμέτρητος, οδηγώντας στην επιτυχία της κοινωνικής εκδήλωσης.
The damage from the storm was unmeasured, affecting a vast area and many homes.
Οι ζημιές από τη θύελλα ήταν ανυπολόγιστες, επηρεάζοντας μια τεράστια περιοχή και πολλά σπίτια.
02
αμέτρητος, μη μετρικός
not composed of measured syllables; not metrical
Λεξικό Δέντρο
unmeasured
measured
measure



























