Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unitedly
01
ενωμένα, με ενότητα
in a cooperative and coordinated way
Παραδείγματα
The communities worked unitedly to rebuild after the storm.
Οι κοινότητες εργάστηκαν ενωμένες για να ξαναχτίσουν μετά την καταιγίδα.
They unitedly opposed the proposal during the meeting.
Αντιτάχθηκαν ενωμένοι στην πρόταση κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
unitedly
united
unite



























