Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unionized
01
μη ιονισμένο, μη ιονισμένη
not converted into ions
02
συνδικαλισμένος, οργανωμένος σε συνδικάτο
having formed or joined a labor union, typically to advocate for workers' rights and better conditions
Παραδείγματα
The company became unionized after the workers voted to join a labor union.
Η εταιρεία συνδικαλίστηκε αφού οι εργαζόμενοι ψήφισαν να ενταχθούν σε ένα εργατικό σωματείο.
Unionized employees have the benefit of collective bargaining for better wages.
Οι συνωμοσμένοι εργαζόμενοι έχουν το πλεονέκτημα της συλλογικής διαπραγμάτευσης για καλύτερους μισθούς.
Λεξικό Δέντρο
nonunionized
unionized
unionize
union



























