
Αναζήτηση
uniquely
01
μοναδικά, ιδιαίτερα
in a way not like anything else
Example
The artist expressed herself uniquely through a combination of vibrant colors and unconventional materials.
Η καλλιτέχνης εξέφρασε τον εαυτό της μοναδικά, ιδιαίτερα μέσα από έναν συνδυασμό ζωντανών χρωμάτων και ασυνήθιστων υλικών.
His perspective on the issue was uniquely insightful, offering a fresh and original viewpoint.
Η προοπτική του σχετικά με το ζήτημα ήταν μοναδικά διορατική, προσφέροντας μια φρέσκια και πρωτότυπη άποψη.

Συναφή Λέξεις