Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unidentified
01
αναγνωρίσιμος, άγνωστος
being or having an unknown or unnamed source
02
αναγνωρισμένος
not yet identified
Λεξικό Δέντρο
unidentified
identified
identify
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναγνωρίσιμος, άγνωστος
αναγνωρισμένος
Λεξικό Δέντρο